- φθορικός
- -ή, -όν, Α [φθορά ή φθόρος]ολέθριος, καταστρεπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθορικόν — φθορικός destructive masc acc sg φθορικός destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματοφθορικός — ή, όν, Α αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + φθορικός (< φθορος < φθείρω)] … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия